- λαμπηρός
- λαμπηρός, -ά, -όν (Α) [λάμπη (ΙΙ)]καλυμμένος από αφρό κρασιού ή ξιδιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπηρά — λαμπηρός covered with scum neut nom/voc/acc pl λαμπηρά̱ , λαμπηρός covered with scum fem nom/voc/acc dual λαμπηρά̱ , λαμπηρός covered with scum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek